- απαλλακτικός
- απαλλακτικός, -ή, -ό και απαλλαχτικός, -ή, -όαθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπαλλακτικός — fit for ridding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλλακτικός — κ. απαλλαχτικός, ή, ό (Α ἀπαλλακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση») αρχ. κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή … Dictionary of Greek
ἀπαλλακτικά — ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc pl ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc/acc dual ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικώτερον — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial comp ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc comp sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικόν — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικούς — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτική — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικήν — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικῶς — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… … Dictionary of Greek